δαίτης

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίτης Medium diacritics: δαίτης Low diacritics: δαίτης Capitals: ΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: daítēs Transliteration B: daitēs Transliteration C: daitis Beta Code: dai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A priest who divided the victims, E.Fr.472.12.

Greek Monolingual

δαίτης, ο (Α)
ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ).
ΣΥΝΘ. γεωδαίτης
αρχ.
αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης.