θηριόδηκτος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόδηκτος Medium diacritics: θηριόδηκτος Low diacritics: θηριόδηκτος Capitals: ΘΗΡΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: thēriódēktos Transliteration B: thēriodēktos Transliteration C: thiriodiktos Beta Code: qhrio/dhktos

English (LSJ)

ον,

   A bitten by a wild beast, esp. by a serpent, Damocr. ap.Gal.14.122, Dsc.1.103, 4.24.

German (Pape)

[Seite 1209] von Thieren, bes. Schlangen gebissen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ἀγρίου θηρίου, ἰδίως ὑπὸ ὄφεως, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 902, Διοσκ. 4. 24· -δηκτικός, ή, όν, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

θηριόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό-δηκτος, κυνό-δηκτος].