φαλαγγιόδηκτος

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγιόδηκτος Medium diacritics: φαλαγγιόδηκτος Low diacritics: φαλαγγιόδηκτος Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: phalangiódēktos Transliteration B: phalangiodēktos Transliteration C: falaggiodiktos Beta Code: falaggio/dhktos

English (LSJ)

ον,

   A bitten by a venomous spider, Dsc.4.52, 115, Gal.14.180.

German (Pape)

[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gebissen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγιόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ δηλητηριώδους φαλαγγίου, σφαλαγγουρίου, Διοσκ. 4. 52, 116.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τον έχει δαγκώσει φαλάγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό-δηκτος].