τιλάω
From LSJ
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
English (LSJ)
A to have a thin stool, χολὴν τιλᾶν Hippon.55A, cf. Hippiatr. 56.
German (Pape)
[Seite 1113] dünnen Stuhlgang haben, Hippon. 40.
Greek (Liddell-Scott)
τῑλάω: μέλλ. -ήσω, ἀποπατῶ λεπτὴν καὶ μυξώδη κόπρον, «τσιρλίζομαι», ὤμιξεν αἷμα, καὶ χολὴν ἐτίλησεν Ἱππῶναξ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 624, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir la diarrhée.
Étymologie: τῖλος.