διπλασιόπλευρος

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιόπλευρος Medium diacritics: διπλασιόπλευρος Low diacritics: διπλασιόπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: diplasiópleuros Transliteration B: diplasiopleuros Transliteration C: diplasioplevros Beta Code: diplasio/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with two sides twice as long as the other two, κλίνη Arist.Mech.856a39.

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιόπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.

Spanish (DGE)

-ον
dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos κλίναι Arist.Mech.856b1, 5.

Greek Monolingual

διπλασιόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο μήκος από τις άλλες δύο.

Russian (Dvoretsky)

διπλᾰσιόπλευρος: имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).