τοσουτοπλάσιος
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A so many times as great, Iamb. in Nic.p.97 P.
Greek Monolingual
-ον, Α
τόσες πολλές φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσοῦτος + -πλάσιος].