λεμβώδης

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεμβώδης Medium diacritics: λεμβώδης Low diacritics: λεμβώδης Capitals: ΛΕΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: lembṓdēs Transliteration B: lembōdēs Transliteration C: lemvodis Beta Code: lembw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a λέμβος 11.2, πλοῖον Arist.IA710a31.

German (Pape)

[Seite 28] ες, von der Gestalt eines λέμβος, πλοῖον Arist. incess. anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

λεμβώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ σχῆμα λέμβου, Ἀριστ. περὶ Πορείας ζῴων 10, 9.

Greek Monolingual

λεμβώδης, -ῶδες (Α) λέμβος
αυτός που κατά το σχήμα μοιάζει με λέμβο.

Russian (Dvoretsky)

λεμβώδης: ладьеобразный, как у ладьи (πλοίου πρῷρα Arst.).