μεταμελητός

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμελητός Medium diacritics: μεταμελητός Low diacritics: μεταμελητός Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: metamelētós Transliteration B: metamelētos Transliteration C: metamelitos Beta Code: metamelhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A repented of, Hsch.s.v. πεδάγρετον.

German (Pape)

[Seite 150] bereu't, Schol. Il. 1, 526.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητός: -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.

Greek Monolingual

μεταμελητός, -ή, -όν (Α) μεταμελούμαι
αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.