περικυδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A very famous, Nic.Th.345, Q.S.9.65.
German (Pape)
[Seite 581] ές, sehr ruhmvoll, Nic. Ther. 345.
Greek (Liddell-Scott)
περικῡδής: -ές, λίαν πεφημισμένος, περίφημος, Νικ. Θηρ. 345, Κόϊντ. Σμ. 9. 65.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη, διάσημος, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. επι-κυδής].