καρπολογία
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ἡ,
A gathering of fruit, Gp.10.78.1.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, die Fruchtlese, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
καρπολογία: ἡ, συλλογή, ἡ συγκομιδὴ καρπῶν, Γεωπ. 10. 78, 1.
Greek Monolingual
η (Μ καρπολογία) καρπολογώ
η συλλογή καρπών, η συγκομιδή.