κουρεύσιμος
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
η, ον,
A for cutting hair, σίδηρος Sch.E.Or. 966.
Greek Monolingual
κουρεύσιμος, -ίμη, -ον (Α)
ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρεύω + -σιμος (πρβλ. εργά-σιμος)].