κυματοβόλος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, (βάλλω)
A throwing up waves, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1530] Wellen werfend, schlagend.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοβόλος: -ον, (βάλλω) ἀναρρίπτων κύματα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κυματοβόλος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνει κύματα, που ξεσπά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, σφαιρο-βόλος.