μετελευστέον

From LSJ
Revision as of 12:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετελευστέον Medium diacritics: μετελευστέον Low diacritics: μετελευστέον Capitals: ΜΕΤΕΛΕΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: meteleustéon Transliteration B: meteleusteon Transliteration C: metelefsteon Beta Code: meteleuste/on

English (LSJ)

   A one must punish, Luc.Fug.22.

Greek (Liddell-Scott)

μετελευστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μετέρχομαι, πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. μετελευστέον τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154.

Greek Monotonic

μετελευστέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετελευστέον: Luc. adj. verb. к μετέρχομαι 7.