οἰκόθετος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ον,
A laid up at home, i.e. one's own, δύναμις Pi.Pae. 1.4.
English (Slater)
οἰκόθετος, -ον
1 stored in one's home ἰδὼν δύναμιν οἰκόθετον (Pae. 1.4)
Greek Monolingual
οἰκόθετος, -ον (Α)
εγγενής («οἰκόθετος δύναμις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. αστρό-θετος, σημό-θετος].