περίπυρον
From LSJ
Full diacritics: περίπῠρον | Medium diacritics: περίπυρον | Low diacritics: περίπυρον | Capitals: ΠΕΡΙΠΥΡΟΝ |
Transliteration A: perípyron | Transliteration B: peripyron | Transliteration C: peripyron | Beta Code: peri/puron |
τό,
A vessel for containing fire, IG11(2).203 B45,219B53 (Delos, iii B. C.), SIG996.13 (Smyrna, i A. D.).
τὸ, Α
αγγείο ή δοχείο κατάλληλο για πυρωμένα κάρβουνα, το πύραυνο, το μαγκάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πυρον (< πῦρ)].