ἐμφύτευσις
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A tenure of such a holding, Just.Nov.7 Pr.1, al.; κατ' ἐμφύτευσιν ἔχειν PMasp.257.5 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, das Verpachten eines Guts in Erbpacht, Novell
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφύτευσις: -εως, ἡ, ὅρος τῆς Βυζ. Νομοθεσίας, δι’ οὗ δηλοῦνται τὰ κληρονομικὰ δικαιώματα ἐπὶ ἐγγείων κτημάτων ἀνηκόντων εἰς ἕτερον, δηλ. τὸ δικαίωμα τοῦ νὰ καλλιεργῇ αὐτὰ ὡς ἴδια ἐπὶ τῇ ἀποτίσει ἐτησίως ὡρισμένου μισθώματος: - ἐμφύτευμα, τό, κτῆμα ἐφ’ οὗ ἔχουσιν ἄλλοι τοιαῦτα δικαιώματα: - ἐμφυτευτής, οῦ, ὁ, emphyteuta, ὁ ἔχων τὰ τοιαῦτα δικαιώματα, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 2, 17 §§ α΄, β΄, Λέοντ. Νεαρ. 85, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 4, 32., Ἰουστ. Αὐτοκρ. Νεαρ. Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 4, 32., 1. 2, 25, § 6, Τιβερ. Νεαρ. 27.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 plantación ἀμπέλων τε καὶ δενδρέων καρποφόρων IPhilippi 544.11 (II d.C.).
2 jur. arrendamiento por largo tiempo o a perpetuidad, de terrenos a cambio de un canon, enfiteusis gener. por parte de iglesias o monasterios ἔχειν κατ' ἐμφύτευσιν ἐφ' ὅλον τὸν [χρόνον] τῆς ζωῆς ταύτας ... ἀρούρας PMasp.257.5, cf. PRoss.Georg.3.43.4 (ambos VI d.C.), ἅπαντα τὰ περὶ ἐμφυτεύσεων νενομοθετημένα Iust.Nou.55.2, cf. 7.3, ὁμολογία ἐμφυτεύσεως contrato enfitéutico, PLond.483.5 (VII d.C.), εἰς ἐμφύτευσιν ἐκδοῦναι SB 8987.30 (VII d.C.).