ῥιζάγρα

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ἡ,

   A instrument for extracting the roots of a tooth, Cels.7.12.1, Paul.Aeg.6.88.

German (Pape)

[Seite 842] ἡ, die Wurzelzange, Zahnwurzeln, Splitter u. dgl. damit herauszuziehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζάγρα: ἡ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν ῥιζῶν τῶν ὀδόντων, Παῦλ. Αἰγ. 352.

Greek Monolingual

η / ῥιζάγρα, ΝΑ
οδοντιατρική λαβίδα για την εξαγωγή τών ριζών τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα)].