ῥιζάγρα
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ἡ, instrument for extracting the roots of a tooth, Cels.7.12.1, Paul.Aeg.6.88.
German (Pape)
[Seite 842] ἡ, die Wurzelzange, Zahnwurzeln, Splitter u. dgl. damit herauszuziehen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζάγρα: ἡ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν ῥιζῶν τῶν ὀδόντων, Παῦλ. Αἰγ. 352.
Greek Monolingual
η / ῥιζάγρα, ΝΑ
οδοντιατρική λαβίδα για την εξαγωγή τών ριζών τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδάγρα)].