φευκτέον

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευκτέον Medium diacritics: φευκτέον Low diacritics: φευκτέον Capitals: ΦΕΥΚΤΕΟΝ
Transliteration A: pheuktéon Transliteration B: pheukteon Transliteration C: fefkteon Beta Code: feukte/on

English (LSJ)

   A one must flee, ἀπό τινος Pl.Phd.62d; δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ. they must flee, E.Heracl.259, cf. Ar.Av.392 (lyr.): pl., Sch.Il.10.149.    II c. acc., ἀκολασίαν Pl. Grg.507d, cf. X.Mem.2.6.4, etc.    III φευκτέος, α, ον, to be avoided, Gal.18(2).850; τὰ φ. Iamb.VP31.190.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φεύγω, δεῖ φεύγειν, ἀπό τινος Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 62D· δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ., πρέπει νὰ φύγωσιν οἱ κακοί, Εὐρ. Ἡρακλ. 259, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 392. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τί φ.; Εὐρ. Ἑλ. 860, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167D, Πολ. 358Α, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 149.

Greek Monotonic

φευκτέον: ρημ. επίθ. του φεύγω, αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φευκτέον: adj. verb. к φεύγω.