νεφροειδής

From LSJ
Revision as of 00:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφροειδής Medium diacritics: νεφροειδής Low diacritics: νεφροειδής Capitals: ΝΕΦΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nephroeidḗs Transliteration B: nephroeidēs Transliteration C: nefroeidis Beta Code: nefroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a kidney, Arist.HA508a30.

Greek (Liddell-Scott)

νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).