ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Full diacritics: ξῠλοκάρπᾰσον | Medium diacritics: ξυλοκάρπασον | Low diacritics: ξυλοκάρπασον | Capitals: ΞΥΛΟΚΑΡΠΑΣΟΝ |
Transliteration A: xylokárpason | Transliteration B: xylokarpason | Transliteration C: ksylokarpason | Beta Code: culoka/rpason |
τό,
A wood of flax, Gal.19.738.
ξῠλοκάρπᾰσον: τό, τὸ ξύλον τοῦ λίνου, Γαλην. 13. 971.
ξυλοκάρπασον, τὸ (Α)
το ξύλο του φυτού λίνον, του λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρπασον «είδος φυτού»].