τριοδία

From LSJ
Revision as of 20:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐοδία Medium diacritics: τριοδία Low diacritics: τριοδία Capitals: ΤΡΙΟΔΙΑ
Transliteration A: triodía Transliteration B: triodia Transliteration C: triodia Beta Code: triodi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A meeting of three roads, Lat. trivium, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τριοδία: ἡ, μέρος ἔνθα τρεῖς ὁδοὶ συναντῶνται, Λατ. trivium, ἴδε τριόδιον.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τρίοδος
η συμβολή τριών οδών, το σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, τρίστρατο.