ἀλλόφωνος
English (LSJ)
ον,
A speaking a foreign tongue, LXXEz.3.6, Hsch. s.v. ἀλλόθροος.
German (Pape)
[Seite 107] eine fremde Sprache redend, LXX.
Spanish (DGE)
-ον
de lengua extranjera LXX Ez.3.6, Hsch.s.u. ἀλλοθρόους.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόφωνος, -ον)
αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -φωνος < φωνή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία
μσν.
ἀλλοφωνώ].