ἀλλόφωνος

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλόφωνος Medium diacritics: ἀλλόφωνος Low diacritics: αλλόφωνος Capitals: ΑΛΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: allóphōnos Transliteration B: allophōnos Transliteration C: allofonos Beta Code: a)llo/fwnos

English (LSJ)

ἀλλόφωνον, speaking a foreign tongue, LXX Ez.3.6, Hsch. s.v. ἀλλόθροος.

Spanish (DGE)

-ον
de lengua extranjera LXX Ez.3.6, Hsch.s.u. ἀλλοθρόους.

German (Pape)

[Seite 107] eine fremde Sprache redend, LXX.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόφωνος, -ον)
αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -φωνος < φωνή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία
μσν.
ἀλλοφωνώ].