ἀλλοφωνία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, confusion of tongues, J.AJ1.4.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ confusión de las lenguas de Babel, I.AI 1.118.
German (Pape)
[Seite 107] ἡ, fremde Sprache, Ioseph.
Greek Monolingual
ἀλλοφωνία, η (Α) ἀλλόφωνος
το να μιλούν άλλος άλλη γλώσσα, σύγχυση γλωσσών.