ἀντίφερνος

Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")

English (LSJ)

ον, (φερνή)

   A instead of a dower, ἀ. φθορά A.Ag.406 (lyr.).    II ἀντίφερνα, τά, = donatio propter nuptias, Cod.Just.5.3.20.

German (Pape)

[Seite 263] statt der Aussteuer, Aesch. Ag. 394 Ιλίῳ φθορὰν ἄγειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφερνος: -ον, (φερνὴ) ὁ ἀντὶ προικός, ἀντικαθιστῶν τὴν προῖκα, ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 406.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient lieu de dot, en guise de dot.
Étymologie: ἀντί, φερνή.

Spanish (DGE)

-ον
1 como dote φθορά A.A.406.
2 plu. subst. τὰ ἀντίφερνα dote, donatio propter nuptias, Cod.Iust.5.3.20.

Greek Monolingual

ἀντίφερνος, -ον (AM)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνα
τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε
αρχ.
φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» — αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + φερνή «προίκα»].

Greek Monotonic

ἀντίφερνος: -ον (φερνή), αυτός που αντικαθιστά την προίκα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφερνος: ирон. служащий вместо приданого (φθορά Aesch.).

Middle Liddell

φερνή
instead of a dower, Aesch.