ἀρρενογονία
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ,
A begetting or bearing of male children, Arist.HA585b11.
Greek Monolingual
η (Α ἀρρενογονία) αρρενογόνος
η γέννηση αρσενικών παιδιών.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενογονία: ἡ мужское потомство Arst.