ἑλικωτός
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ή, όν,
A threaded like a screw, Orib.49.20.6.
Spanish (DGE)
-όν
que tiene rosca o que se enrosca τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἑλικωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό
ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες
αρχ.
ελικοειδής.