ἡπατίζω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A to be liver-coloured, Dsc.3.22, Aët.16.104(94). 2 suffer from hepatic dropsy, Diocl.Fr.46 (prob.l.).
German (Pape)
[Seite 1173] der Leber ähnlich sein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτίζω: εἶμαι ὡς τὸ ἧπαρ, ἔχω τὸ χρῶμα αὐτοῦ, ἀλόη Διοσκ. 3. 25.