Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Full diacritics: ἰσόκαινος | Medium diacritics: ἰσόκαινος | Low diacritics: ισόκαινος | Capitals: ΙΣΟΚΑΙΝΟΣ |
Transliteration A: isókainos | Transliteration B: isokainos | Transliteration C: isokainos | Beta Code: i)so/kainos |
ον,
A as good as new, Hsch. s.v. ἀντίκαινον.
ἰσόκαινος: -ον, ἴσος πρὸς καινόν, ὡς νέος, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίκαινον.
ἰσόκαινος, -ον (Α)
ίσος με νέον, όμοιος με νέον, νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + καινός «νέος»].