ὁμοιόρροπος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόρροπος Medium diacritics: ὁμοιόρροπος Low diacritics: ομοιόρροπος Capitals: ΟΜΟΙΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: homoiórropos Transliteration B: homoiorropos Transliteration C: omoiorropos Beta Code: o(moio/rropos

English (LSJ)

ον,

   A of a like tendency, γυμνάσιον Gal.6.145.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόρροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, ἰσόρροπος, Γαλην. τ. 6, σ. 86F.

Greek Monolingual

ὁμοιόρροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισό-ρροπος].