στρογγυλοτομία

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλοτομία Medium diacritics: στρογγυλοτομία Low diacritics: στρογγυλοτομία Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: strongylotomía Transliteration B: strongylotomia Transliteration C: stroggylotomia Beta Code: stroggulotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A operation for abscess, Cass.Fel.18.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλοτομία: ἡ, ὄνομα ἐγχειρήσεως ἐν ἀποστήμασι, Cas. Felix de med. XVIII, ἔκδ. Val. Rose.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χειρουργική επέμβαση για διάνοιξη αποστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].