στρογγυλοτομία
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ἡ,
A operation for abscess, Cass.Fel.18.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγυλοτομία: ἡ, ὄνομα ἐγχειρήσεως ἐν ἀποστήμασι, Cas. Felix de med. XVIII, ἔκδ. Val. Rose.
Greek Monolingual
ἡ, Α
χειρουργική επέμβαση για διάνοιξη αποστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].