συμπερικομίζω
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
A convey round with, IG11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.