τριβάς
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A a woman who practises unnatural vice with herself or with other women, Man.4.358, Ptol.Tetr.171, Vett.Val.111.7, Gloss. II = mortarium, tritorium, ib.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβάς: -άδος, ἡ γυνὴ ἀσελγαίνουσα καθ’ ἑαυτὴν ἢ μετ’ ἄλλων γυναικῶν μηχανωμένων παντοίους τρόπους πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς μετ’ ἀνδρὸς συνουσίας, Μανέθων 4. 358, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 693, κλπ.
French (Bailly abrégé)
1άδος (ἡ) :
tribade, femme de mœurs infâmes, homosexuelle.
Étymologie: τρίβω.
2acc. pl. de τριβή.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
τρῐβάς: άδος (ᾰδ) ἡ трибада (женщина, предающаяся противоестественному разврату) Mart.