ἀκριτόφυλλος

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόφυλλος Medium diacritics: ἀκριτόφυλλος Low diacritics: ακριτόφυλλος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: akritóphyllos Transliteration B: akritophyllos Transliteration C: akritofyllos Beta Code: a)krito/fullos

English (LSJ)

ον,

   A of undistinguishable, i.e. closely blending, leafage, ὄρος Il.2.868.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων φύλλα μὴ διακρινόμενα ἀπ’ ἀλλήλω, πυκνόφυλλος. ὄρος, Ἰλ. Β. 868.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage épais (propr. confus).
Étymologie: ἄκριτος, φύλλον.

English (Autenrieth)

(φύλλον): dense with leaves or foliage, Il. 2.868†.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόφυλλος) -ον de apretado follaje ὄρος Il.2.868.

Greek Monolingual

ἀκριτόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος
«ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυλλος < φύλλον.

Greek Monotonic

ἀκρῐτόφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει φύλλα που δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, δηλ. πυκνόφυλλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐτόφυλλος: сплошь покрытый листвой, густолиственный (ὄρος Hom.).

Middle Liddell

φύλλον
of undistinguishable, i. e. closely blending, leafage, Il.