ἐμπεριπείρω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριπείρω Medium diacritics: ἐμπεριπείρω Low diacritics: εμπεριπείρω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΠΕΙΡΩ
Transliteration A: emperipeírō Transliteration B: emperipeirō Transliteration C: emperipeiro Beta Code: e)mperipei/rw

English (LSJ)

   A impale upon:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8 (prob. f.l. for περιπ-).

German (Pape)

[Seite 812] von allen Seiten durchstechen, ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Strab. XVII, 794.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριπείρω: πανταχόθεν ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν γραπτέον περιπαρείς.

Spanish (DGE)

empalar en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.

Greek Monolingual

ἐμπεριπείρω (Α)
διατρυπώ απ' όλες τις πλευρές.