ἐπιτήρησις
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
εως, ἡ,
A observation, οὐρανίων Porph.Abst.4.8. 2 guardianship, Sch.rec.S.Ant.1135. 3 office of ἐπιτηρητής 2, BGU478.9 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 992] ἡ, das Abpassen; das Achthaben, die Beobachtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτήρησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιτηρεῖν, παραφυλάττειν, «παραμονεύειν», Φωτ. Ἐπιστ. 67, 12. 2) τήρησις, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 18, κτλ. 3) ἐπίβλεψις, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1135.