χηνοβοσία

From LSJ
Revision as of 21:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνοβοσία Medium diacritics: χηνοβοσία Low diacritics: χηνοβοσία Capitals: ΧΗΝΟΒΟΣΙΑ
Transliteration A: chēnobosía Transliteration B: chēnobosia Transliteration C: chinovosia Beta Code: xhnobosi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A keeping or feeding of geese, Att. acc. to Moer. p.403 P.: pl., Poll.9.16 (misquoting Plato, v. χηνοβωτία).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, = χηνοβοσκία, vgl. Lob. Phryn. 521.

Greek (Liddell-Scott)

χηνοβοσία: ἡ, τὸ διατηρεῖν ἢ τρέφειν χῆνας, «χηνοβοσία Ἀττικοί· χηνοβοσκία Ἕλληνες» Μοῖρις 403, ἔνθα ἴδε Piers., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521· ― ἀλλ’ ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 264C, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων φέρουσι χηνοβωτίας καὶ γερανοβωτίας. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η χηνοβοσκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + -βοσία (< -βοτος < βόσκω), πρβλ. γερανο-βοσία].