χλιάω
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
A to be warm, in Ep. part., χλῐόωντι ποτῷ Nic. Al.110 (v.l. χλιόεντι) κρίμνον χλιάον Id.Fr.68.8 (sed leg. χλιαρόν) ; ἀτὰρ ἡγὸς ἀφάσσων στέρνα πόθῳ χλιάοι dub. sens. in Hesperia 5.95 (Athens, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1359] warm sein, χλιόωντι Nic. Al. 110.
Greek (Liddell-Scott)
χλιάω: εἶμαι χλιαρός, θερμός, χλιόωντι ποτῷ (Ἐπικ. μετοχ.) Νικ. Ἀλεξιφ. 110, ἔνθα διάφ. γραφ. χλιόεντι.