χηνώδης
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ες,
A like a goose, S.E.M.7.329.
German (Pape)
[Seite 1353] ες, gänseartig, Sp. Bei S. Emp. adv. log. 1, 329 wird nugator erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
χηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χῆνα, «χηνόμυαλος», μωρός, ἕνα φρόνιμον εἶναι, πολλοὺς δὲ χηνώδεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 329.
{{grml
|mltxt=-ώδες / χηνώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χήν/χήνα
όμοιος με χήνα
αρχ.
μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.).
}}
Russian (Dvoretsky)
χηνώδης: ὁ похожий на гуся, т. е. болтун, пустомеля (χηνώδεις καὶ ἄπιστοι Sext.).