ἀκουσίθεος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A heard of God, AP6.249 (Antip. Thess.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, ὁ παρά θεοῦ άκουσθείς, Ἀνθ. Π.6.249.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entendu ou exaucé par la divinité.
Étymologie: ἀκούω, θεός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰκουσῐ-]
escuchado por los dioses φέγγος AP 6.249 (Antip.Thess.).
Greek Monolingual
ἀκουσίθεος, -ον (Α)
αυτός που εισακούεται από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεός
μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].
Greek Monotonic
ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκουσίθεος: услышанный богом (φεγγος Anth.).
Middle Liddell
heard of God, Anth.