ἀνενθύμητος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενθύμητος Medium diacritics: ἀνενθύμητος Low diacritics: ανενθύμητος Capitals: ΑΝΕΝΘΥΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anenthýmētos Transliteration B: anenthymētos Transliteration C: anenthymitos Beta Code: a)nenqu/mhtos

English (LSJ)

ον,

   A failing to consider, τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no piensa en τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
2 inconcebible, inimaginable de la generación del Hijo, Eus.DE 5.1.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενθύμητος, -ον)
όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος
αρχ.
ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον Θεό).