ἐκτεχνάομαι
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
A devise a plan, τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο Th.6.46.
German (Pape)
[Seite 781] med., auskünsteln, sinnreich erfinden, Thuc. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτεχνάομαι: ἐπινοῶ τέχνασμα, τεχνάζομαι, τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο Θουκ. 6. 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. 3ᵉ sg. ἐξετεχνήσατο;
imaginer, inventer.
Étymologie: ἐκ, τεχνάομαι.
Spanish (DGE)
1 urdir, tramar τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο Th.6.46.
2 crear τὰ ἐξ ἀνθρωπείας χειρός τε καὶ ἐπιστήμης ἐκτετεχνημένα las obras creadas por la mano y el conocimiento humanos, Cyr.Al.Dial.Trin.4.541c.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτεχνάομαι: придумывать, затевать (τι Thuc.).