ἐκκλιτέον
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
A one must avoid, τὸν εὖ βάλλοντα τῶν πολεμίων Plu.2.584d ; one must shun, τὰς ἀθρόας πόσεις Ath.3.120d, cf. Menemach. ap.Orib.7.22.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλῐτέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἐκκλίνειν, ἀποφεύγειν, Ἀθήν. 120D.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἐκκλίνω.
Spanish (DGE)
hay que evitar τὸ δὲ δηκτικὸν τῶν ἁλῶν ἐπὶ τῶν ἑλκουμένων ἐ. Menemach. en Orib.7.22.3, δρόμους Orib.Inc.41.17, τὸν εὖ βάλλοντα τῶν πολεμίων ἐ. Plu.2.584d, πόσεις Ath.120d, (τοὺς ποππυσμούς) λογικοῖς ἀνθρώποις ἐ. Clem.Al.Paed.2.7.60.