ὀνοματοποιός

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτοποιός Medium diacritics: ὀνοματοποιός Low diacritics: ονοματοποιός Capitals: ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: onomatopoiós Transliteration B: onomatopoios Transliteration C: onomatopoios Beta Code: o)nomatopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A coiner of names, esp. significant names, Ath. 3.99c, Zos.Alch.p.230 B.

German (Pape)

[Seite 349] ein Wort, einen Namen bildend, bes. indem man einen Naturlaut nachahmt; Ath. III, 99 c; Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, σχηματίζων ὀνόματα ἢ λέξεις, μάλιστα κατὰ μίμησιν φυσικῶν ἤχων, Ἀθήν. 99C.

Greek Monolingual

ὀνοματοποιός, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί ονόματα ή λέξεις, ιδίως κατά απομίμηση φυσικών ήχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα, -ατος + -ποιός].