ὀκταέτης

From LSJ
Revision as of 00:50, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταέτης Medium diacritics: ὀκταέτης Low diacritics: οκταέτης Capitals: ΟΚΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: oktaétēs Transliteration B: oktaetēs Transliteration C: oktaetis Beta Code: o)ktae/ths

English (LSJ)

ες,

   A eight years old, Hp.Epid.1.10 ; of eight years, χρόνος D.S.17.94 :—fem. ὀκτα-έτις, ἡ, IG4.620, Pl.Ep.361d.

German (Pape)

[Seite 317] ες, achtjährig, χρόνος, D. Sic. 17, 94.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 947· ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ ἐτῶν, χρόνος Διόδ. 17. 94· - θηλ. ὀκταέτις, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de huit ans.
Étymologie: ὀκτώ, ἔτος.

Greek Monolingual

-έτις, -άετες (Α ὀκταέτης, -έτις, -άετες)
βλ. οκταετής.

Russian (Dvoretsky)

ὀκταέτης: восьмилетний (χρόνος Diod.).