ὁμόζηλος

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζηλος Medium diacritics: ὁμόζηλος Low diacritics: ομόζηλος Capitals: ΟΜΟΖΗΛΟΣ
Transliteration A: homózēlos Transliteration B: homozēlos Transliteration C: omozilos Beta Code: o(mo/zhlos

English (LSJ)

ον,

   A of like zeal, Ph.2.458, Nonn.D.37.261 ; τινι with one, Ph.1.146.    II cultivating the same literary style, Anach. ap. S.E.M.7.56.

German (Pape)

[Seite 334] von gleichem Eifer, Studium; S. Emp. adv. log. 1, 56; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ἢ ὅμοιον ζῆλον, Νόνν. Δ. 37. 261· τινι, μετὰ τινος, Φίλων 1. 146.

Greek Monolingual

ὁμόζηλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο
2. (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ζῆλος (πρβλ. μεγαλό-ζηλος)].