μυοδόχος

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοδόχος Medium diacritics: μυοδόχος Low diacritics: μυοδόχος Capitals: ΜΥΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: myodóchos Transliteration B: myodochos Transliteration C: myodochos Beta Code: muodo/xos

English (LSJ)

Ion. μῠο-δόκος, ον,

   A harbouring mice, γρῶναι Nic. Th.795. [ῡ metrigr.]    II Subst. μυοδόχος, ὁ, mouse-hole, prob. in Thphr.HP5.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

μυοδόχος: Ἰων. -δόκος, ον, ὁ δεχόμενος, κρύπτων μῦς, Νικ. Θηρ. 795 [ῡ ἐν ἄρσει].

Greek Monolingual

μυοδόχος και ιων. τ. μυοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια
2. το αρσ. ως ουσ.μυοδόχος
η τρύπα της φωλιάς του ποντικού, η ποντικότρυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].