Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Full diacritics: νᾱουργός | Medium diacritics: ναουργός | Low diacritics: ναουργός | Capitals: ΝΑΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: naourgós | Transliteration B: naourgos | Transliteration C: naourgos | Beta Code: naourgo/s |
ὁ,
A temple-builder, ν. τέκτονες Ephes.3.75.
ναουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που οικοδομεί ναούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].