ναουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, temple-builder, ν. τέκτονες Ephes.3.75.
Greek Monolingual
ναουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που οικοδομεί ναούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχουργός].
Full diacritics: νᾱουργός | Medium diacritics: ναουργός | Low diacritics: ναουργός | Capitals: ΝΑΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: naourgós | Transliteration B: naourgos | Transliteration C: naourgos | Beta Code: naourgo/s |
ὁ, temple-builder, ν. τέκτονες Ephes.3.75.
ναουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει, που οικοδομεί ναούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχουργός].